1/4/16

ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ

Στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, εικοσάχρονος χεβυμεταλλάς και μαθητής του Ζαρατούστρα, αναζητούσα ήδη διέξοδο προς κάποια ανώτερη τάξη πραγμάτων.

Βασική αναγκαιότητα της ηλικίας ήταν οι εμπειρίες σύγκρουσης και η εγγύτητα του κινδύνου που θωρακίζει τον χαρακτήρα. Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να δοκιμάσει τα πραγματικά του όρια παραμένοντας προστατευμένος σε συμβατικούς κανόνες. Χρησιμοποίησα λοιπόν ως πειραματικό περιβάλλον τις πιο αυθεντικές συνθήκες χάους που μπορούσε να προσφέρει η απόλεμη εποχή μας. Καταδύθηκα στο ανεξέλεγκτο και υποβαθμισμένο κέντρο της μεγαλούπολης, στο γκρίζο τοπίο των συμπλοκών των αναρχικών με τις ειδικές μονάδες της αστυνομίας.

Αδυνατώντας να ζήσω το αυθεντικό Έπος που ανέκαθεν επιθυμούσα, αρκέστηκα έτσι σε μια υποκατάστατη σπουδή του φαινομένου της περιθωριακής βίας. Και καθώς ήμουν ιδεολογικά αποστασιοποιημένος τόσο από το ασπόνδυλο κράτος των μικροαστών όσο και από τις νοσηρές ιδεοληψίες των αντεξουσιαστών, καλλιέργησα αναγκαστικά το ατενές βλέμμα ενός αμέτοχου μα επίμονου παρατηρητή.


Where I come from no-one smiles,
Every inch exists in miles,
Still it’s cool relaxed and calm,
Sitting here on the Funny Farm

Στις εμπειρίες αυτές είχα την τύχη να με συντροφεύει ένας αγαπητός φίλος και συμμαθητής που απολάμβανε όσο κι εγώ την σουρεαλιστική προσέγγιση των εξορμήσεων στους δρόμους της σύγχυσης και της αταξίας. Μαζί κανονίζαμε τις συναντήσεις κοντά στην πύλη του προσφιλού μας ιδρύματος, όταν οι ειδήσεις και τα γεγονότα προμήνυαν φασαρίες. Και μαζί ήμασταν στην ώρα μας όταν άρχιζε το ξεφάντωμα του ξέφρενου κυνηγητού μεταξύ των οδών Πατησίων και Ζωοδόχου Πηγής, στην καρδιά του άτυπα οριοθετημένου «πεδίου των μαχών».                                 

Εκεί, στα βρώμικα στενά γύρω από το Πολυτεχνείο, ρουφούσαμε την ένταση της επικείμενης εμπλοκής με μάτια που γυάλιζαν από χαρά. Συνεπαρμένοι περιεργαζόμασταν τα στρεβλωμένα σίδερα και τα ξηλωμένα μάρμαρα, τους φλεγόμενους σωρούς των σκουπιδιών και τα πρόχειρα οδοφράγματα από αναποδογυρισμένους κάδους. Και τρέχαμε αλλόφρονες ανάμεσα στις στοιχισμένες δυνάμεις της αστυνομίας και τα ασύδοτα μπουλούκια των αναρχικών, ανάμεσα στα συντρίμμια, τις μολότωφ και τα αποκαϊδια, επαναστάτες δίχως αιτία σε ένα παράτερο είδος Τουρνουά.

Το πανηγύρι της προμελετημένης ανασφάλειας δεν ήταν πάντοτε ανέξοδο. Όπως κάποιο βράδυ, στη συμβολή της οδού Στουρνάρα με την πλατεία Εξαρχείων, που μας κύκλωσε μια πολυπληθής ομάδα λυσσασμένων αναρχικών, ενοχλημένων από τα δυνατά γέλια και τις δεικτικές χειρονομίες μας. Ξεφύγαμε παριστάνοντας τους ομοϊδεάτες, αλλά θυμούμαι ακόμη τη σκουριασμένη πρόκα στην άκρη του μαδεριού του βλαμμένου πάνκη που με σημάδευε. Βεβαίως, τέτοιου είδους περιστατικά ποτέ δεν με πτόησαν καθώς έπασχα από ολική άγνοια κινδύνου, και οι περιπέτειες συνεχίστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ώσπου κάποια μέρα, είδα τυχαία, δημοσιευμένη σε ημερήσια εφημερίδα, μια θολή και ευτυχώς μη αναγνωρίσιμη από άλλους, φωτογραφία μου. Ο φωτογράφος είχε εστιάσει στην αξιοπερίεργη στάση μου, την αλαζονική πόζα ενός μαυροντυμένου μακρυμάλλη νεαρού με σαρδόνιο χαμόγελο και τα χέρια στις τσέπες εν τω μέσω της φωτιάς. Τότε, μελετώντας για πρώτη φορά, σαν τρίτος, το αυθάδικο βλέμμα μου να ατενίζει το απόλυτο μηδέν, επαναξιολόγησα το μάταιο και ταυτόχρονα γελοίο της κατάστασης.

Αποδέχτηκα με αταραξία το τέλος μιας ακόμη περιόδου στην προσωπική μου μυθολογία. Και συνειδητοποίησα οριστικά πως δεν γίνεσαι «ζωηρός και βαθύς, ένας Χορευτής μέσα στη μάχη», απλώς χορεύοντας με τους λύκους...



 
 
 
Η εικόνα: Το εξώφυλλο του πρώτου άλμπουμ των Motörhead (1977) στην ελληνική έκδοση της Polygram (1979) που έχω στη συλλογή μου. Εκείνα τα χρόνια, η εικόνα των Motörhead ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή αφίσα στον τοίχο. (Logo: Joe Petagno)
Οι στίχοι: Από το The Watcher (1977) των Motörhead. Ο πρόσφατος θάνατος του εβδομηντάχρονου Lemmy, υπήρξε η αφορμή για τούτο το κείμενο.
Οι αναρχικοί: Αναρωτιέμαι, πόσα άραγε παραστρατημένα παιδιά θα μπορούσαν με την κατάλληλη ιδεολογική καθοδήγηση να επαναπροσανατολιστούν και να προσφέρουν την επιθετικότητά τους στην υπηρεσία του Στρατού και της Πατρίδας.
Ο Χορευτής μέσα στη μάχη: Αγαπημένος μου στίχος της "Τελευταίας Θέλησης" (Διθύραμβοι του Διονύσου, Φρειδερίκος Νίτσε).